χριστιανοί

χριστιανοί
χριστιανός
Christian
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Χριστιανοί — Χριστιᾱνοί , Χριστιανός Christian masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρυπτοχριστιανοί — Χριστιανοί που ασπάστηκαν φαινομενικά τον μωαμεθανισμό για να αποφύγουν τους διωγμούς των Οθωμανών κατακτητών, ενώ στην πραγματικότητα διατηρούσαν τη χριστιανική τους πίστη. Οι εξισλαμισμοί στους οποίους προέβαιναν οι Τούρκοι κατακτητές… …   Dictionary of Greek

  • ιακωβίτες — Χριστιανοί οπαδοί του Σύρου μοναχού Ιάκωβου Βαραδαίου, επισκόπου Εδέσσης, ο οποίος ίδρυσε κατά τα μέσα του 6ου αι. τη μονοφυσιτική Εκκλησία της Συρίας και του Ιράκ, η οποία είχε αποσπαστεί από την Ανατ. Ορθόδοξη Εκκλησία. Σήμερα οι ι. αριθμούν… …   Dictionary of Greek

  • Αθίγγανοι — Χριστιανοί αιρετικοί στο Βυζάντιο, τον 8ο αι. μ.Χ. Ονομάστηκαν έτσι επειδή δεν ήθελαν να τους αγγίξει (να θιγούν) κανένας αλλόθρησκος (ΚαθαροίΚαθάρειοι). Επίκεντρό τους ήταν το Αμόριο της Φρυγίας. Η θρησκεία τους ήταν μείγμα χριστιανικών και… …   Dictionary of Greek

  • Δοσιθεανοί — Χριστιανοί αιρετικοί γνωστοί και ως Δοσίθεοι ή Δοσθηνοί. Ονομάστηκαν έτσι από τον αρχηγό τους Δοσίθεο ή Δόσθο και αποτελούσαν μία από τις τέσσερις αιρέσεις των Σαμαρειτών. Οι Δ. τηρούσαν την αργία του Σαββάτου, εφάρμοζαν την περιτομή και νήστευαν …   Dictionary of Greek

  • εγκρατίτες ή εγκρατικοί — Χριστιανοί αιρετικοί του 2ου αι. Ήταν οπαδοί του αιρετικού Τατιανού και έδρασαν κυρίως στην Αντιόχεια, στην Κιλικία, στην Αττάλεια, στην Ισαυρία, στη Φρυγία και στη Γαλατία της Μικράς Ασίας. Οι οπαδοί της αίρεσης πίστευαν με φανατισμό στην αποχή… …   Dictionary of Greek

  • θεοπασχίτες — Χριστιανοί αιρετικοί, οπαδοί του μονοφυσίτη Πέτρου Γναφέα, ο οποίος προσέθεσε στον τρισάγιο ύμνο τη φράση «ο σταυρωθείς δι’ ημάς». H φράση αυτή προκάλεσε, για περίπου έναν αιώνα, εκκλησιαστική διαμάχη, που έλαβε επικίνδυνες διαστάσεις, όταν πήραν …   Dictionary of Greek

  • Τασκοδρουγίτες — Χριστιανοί αιρετικοί που ονομάστηκαν έτσι, σύμφωνα με τον Επιφάνειο, «από του τιθέναι τον εαυτού δάκτυλον, τον λιχανόν, επί τον ψυκτήρα εν τω προσεύχεσθαι, κατηφείας χάριν». Η λέξη παράγεται από τις φρυγικές τασκός (= πάσσαλος) και δρούγος (=… …   Dictionary of Greek

  • Χαϊδούκοι — Χριστιανοί πατριώτες, Σέρβοι και Βούλγαροι, ήρωες της αντίστασης εναντίον των Τούρκων. X. ονομάζονταν και οι Ούγγροι βογυάροι, που συγκροτούσαν διάφορα στρατιωτικά σώματα. Οι Ούγγροι X. εκφυλίστηκαν αργότερα σε ληστές αλλά από το 1605… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”